- ποντικοφάγωμα
- το место, выеденное или проеденное мышью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποντικοφάγωμα — το, Ν πράγμα, εδώδιμο, ύφασμα, δέρμα, χαρτί, το οποίο έχει φαγωθεί κατά ένα μέρος του από ποντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + φάγωμα] … Dictionary of Greek
ποντικοφάγωμα — το, ατος μέρος φαγωμένο από ποντικό, δάγκωμα ποντικού σε φαγώσιμο είδος ή χαρτί ή δέρμα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)